- τριμέτρους
- τρίμετροςconsisting of threemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
έκφραση — Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κάτι· η παράσταση νοημάτων ή ψυχικών τάσεων, διαθέσεων, με σημεία αισθητά, λέξεις, σχήματα, ήχους, μορφασμούς· γραμματειακό είδος κατά το οποίο περιγράφονται αρχιτεκτονικά ή καλλιτεχνικά μνημεία, γεωγραφικά ή… … Dictionary of Greek
λυκόφρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Μήστορος και καταγόταν από τα Κύθηρα. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι έφυγε από την πατρίδα του, επειδή είχε διαπράξει φόνο και πήγε να πολεμήσει στην Τροία υπό την αρχηγία του Αίαντα του Τελαμώνιου, αλλά… … Dictionary of Greek
Βώνος — (αρχές 7ου αι. μ.Χ.). Βυζαντινός πατρίκιος. Όταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος άρχισε τον αγώνα κατά των Περσών (622 628), εμπιστεύτηκε την κηδεμονία του γιου του στον Β. και στον πατριάρχη Σέργιο, στη διάρκεια της εκστρατείας. Ο Β. αποδείχτηκε… … Dictionary of Greek
Εφραίμ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο ιερομάρτυρας. O επίσκοπος Ιεροσολύμων Ερμάς τον έστειλε ως ιεραπόστολο στη Σκυθία, όπου και μαρτύρησε. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Μαρτίου. 2. Ε ο όσιος. Διετέλεσε πατριάρχης Αντιοχείας. Ο… … Dictionary of Greek
Ιππώναξ — (6ος αι. π.Χ.). Λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στην Έφεσο και άκμασε περίπου κατά τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Ξεπεσμένος ευγενής, κουτσός και δύσμορφος, σύμφωνα με την παράδοση, χαρακτηρίστηκε ως ποιητής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ανάμεσα στα… … Dictionary of Greek